- φράζε
- φράζωpoint outpres imperat act 2nd sgφράζωpoint outimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φράζ' — φράζε , φράζω point out pres imperat act 2nd sg φράζε , φράζω point out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράζεν — φράζε̄ν , φράζω point out pres inf act (epic doric) φράζω point out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικός — ή, ό (AM δημιουργικός, ή, όν) [δημιουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό νεοελλ. ο ικανός να δημιουργεί («δημιουργική φαντασία», «δημιουργική ικανότητα», «δημιουργικός οίστρος») αρχ. 1. ο ικανός να δημιουργήσει κάτι εκ τού… … Dictionary of Greek
Λαντόφσκα, Βάντα Λουίζα — (Wanta Louise Landowska, Βαρσοβία 1877 – Λέικβιλ, Κονέκτικατ 1959). Πολωνέζα τσεμπαλίστα και μουσικολόγος. Συνέδεσε τη σταδιοδρομία της με την επανεμφάνιση του τσέμπαλου ή κλαβίχορδου κατά τον 20ό αι. Η λαμπρή διδασκαλία της έφερε κοντά της… … Dictionary of Greek